συσπώμαι

συσπώμαι
συσπώμαι, συσπάστηκα βλ. πίν. 72

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μέμβραξ — μέμβραξ, ακος, ὁ (Α) είδος τέττιγος, τζίτζικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι πρόκειται για μεσογειακό ή πελασγικό τ. που ανάγεται σε θ. *bher / *bhr . Κατ άλλη άποψη, συνδέεται με το ρ. βράσσω «αναταράζω, σείω, βράζω,… …   Dictionary of Greek

  • περιστέλλω — ΝΜΑ νεοελλ. καταστέλλω, συγκρατώ, χαλιναγωγώ («πρέπει να περισταλεί το ρεύμα τού εκφυλισμού») νεοελλ. μσν. περιορίζω, ελαττώνω την έκταση, την ένταση ή την ποσότητα («η κυβέρνηση περιέστειλε τις δαπάνες τών εξοπλισμών») αρχ. 1. επενδύω, περιβάλλω …   Dictionary of Greek

  • συσπώ — συσπῶ, άω, ΝΑ [σπῶ] νεοελλ. μέσ. συσπώμαι, άομαι (για μυ) υφίσταμαι ακούσια συστολή αρχ. 1. συστέλλω, μαζεύω («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς», Λουκιαν.) 2. συρράπτω («τὰς διφθέρας συνῆγον καὶ συνέσπων», Ξεν.) 3. μέσ. σύρω μαζί μου 4. παθ. μαζεύομαι, ζαρώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”